- εὐρυκοίλιος
- εὐρυκοίλιοςhollowmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ευρυκοίλιος — εὐρυκοίλιος, ον (Α) 1. (για τη δεξιά κοιλία τής καρδιάς) πολύ κοίλη 2. (για το τυφλό έντερο) με ευρείες κοιλότητες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευρυ * + κοιλιος (< κοιλία), πρβλ. ευ κοίλιος, στενο κοίλιος] … Dictionary of Greek
εὐρυκοίλιον — εὐρυκοίλιος hollow masc/fem acc sg εὐρυκοίλιος hollow neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐρυκοιλιώτεραι — εὐρυκοίλιος hollow fem nom/voc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐρυκοιλιωτέρα — εὐρυκοιλιωτέρᾱ , εὐρυκοίλιος hollow fem nom/voc/acc comp dual εὐρυκοιλιωτέρᾱ , εὐρυκοίλιος hollow fem nom/voc comp sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)